κρατήματα

κρατήματα
κράτημα
support
neut nom/voc/acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • κρατηματάριο(ν) — το (Μ κρατηματάριον) [κράτημα] (βυζ. μουσ.) 1. μουσικό είδος που περιλαμβάνει τα κρατήματα 2. το βιβλίο που περιέχει διάφορα έντεχνα κρατήματα …   Dictionary of Greek

  • Nenano — Phthora Nenano (gr. φθορά νενανῶ, also νενανὼ) is the name of one of the two extra modes in the Byzantine Octoechos an eight mode system, which was created by a reform of the Monastery Agios Sabas, near Jerusalem, during the seventh century.… …   Wikipedia

  • κράτημα — το (AM κράτημα, Μ και κράτημαν) [κρατώ] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού κρατώ, το βάσταγμα, το πιάσιμο (α. «μέ κούρασε τόσες ώρες το κράτημα τών βιβλίων» β. «οἱ δὲ περὶ τὸ κράτημα τῆς χειρός», Πρόκλ.) 2. αυτό από το οποίο κρατάει κάποιος κάτι …   Dictionary of Greek

  • παπαδικός — ή, ό [παπάς / παπάδες] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον παπά 2. το θηλ. ως ουσ. η παπαδική το έργο, το επάγγελμα τού παπά, η ιεροσύνη 3. το ουδ. ως ουσ. το παπαδικό(ν) (ενν. μέλος) ένα από τα τρία είδη τών διαφόρων μελών τής εκκλησιαστικής… …   Dictionary of Greek

  • τερερέμ — το, Ν μουσ. συλλαβές χωρίς συγκεκριμένο περιεχόμενο που χρησιμοποιήθηκαν στη θέση κειμένου σε έντεχνα μαθήματα τής βυζαντινής μουσικής, μελιγματικές συνθέσεις και κρατήματα. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για ονοματοποιία] …   Dictionary of Greek

  • Κορώνης, Ξένος — (11ος αι.). Βυζαντινός υμνογράφος από την Κορώνη. Διετέλεσε πρωτοψάλτης της Αγίας Σοφίας. Έγραψε εγχειρίδιο μουσικής, στο οποίο πραγματεύεται τους ήχους και τις φθορές της βυζαντινής μουσικής. Συνέθεσε τα ανοιξαντάρια (ύμνοι που ψάλλονται στον… …   Dictionary of Greek

  • ДИМИТРИЙ ДОКИАН — [ греч. Ϫημήτριος Ϫοκειανός] , визант. мелург (XIV в.). Упоминается в визант. и поствизант. рукописях, чаще с обозначением доместик, что свидетельствует о том, что Д. Д. был искусным и выдающимся музыкантом среди совр. ему мелургов. Примечательно …   Православная энциклопедия

  • ДИМИТРИЙ ЛОТ ХИОССКИЙ — [Ϫημήτριος Λῶτος ὁ Χῖος] (ок. 1733 после 1811), протопсалт Смирнской митрополии (1768 1788), мелург и кодикограф. Происходил с о ва Хиос. Выполненные Д. Л. Х. с высоким художественным вкусом рукописи отражают певч. традицию Смирны (совр. Измир,… …   Православная энциклопедия

  • ИОАНН КЛАДА — [греч. ᾿Ιωάννης ὁ Κλαδᾶς] (2 я пол. XIV нач. XV в.), лампадарий Великой ц. в К поле, визант. мелург, учитель пения. Впервые упоминается в каталоге архиеп. Кирилла Мармаринского (сер. XVIII в.) (БАН. РАИК. № 63. Л. 19 об., рубеж XVIII и XIX вв.).… …   Православная энциклопедия

  • ИОАНН ЛАСКАРЬ — [Пигонит, Сирпаган, Каломисид; греч. ᾿Ιωάννης ὁ Λάσκαρης, Πηγωνίτης, Συρπάγανος (Σηρπάγανος), Καλομισίδης] (2 я пол. XIV после 1425), визант. мелург и певчий. Имя И. Л. достаточно часто встречается в греч. певч. рукописях (самое раннее упоминание …   Православная энциклопедия

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”